Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

 

Λιωμένο πράσινο της ψύχρας

 

 

 

Απ’ το γόνατο ως το λαιμό πνιγμένη στη λάσπη η πικραλίδα. Ίσως  λησμονημένη, όπως θα έλεγε κάποιος, εναποθέτει την αγριάδα της σε γόνιμα εδάφη. Μοναχικά εδάφη ως τα  σπλάχνα της γης.  Τα μάτια της ορθάνοιχτα  ρουφάν λέξεις κάτασπρες  απ’ το στόμα του Ταΰγετου σαν ξαποσταίνει η ζέση του. Τίποτε πιο ανθισμένο δεν υπάρχει από τη μοβ πάχνη τώρα που οι ανάσες κυνηγιούνται στους γυάλινους βράχους. Ο ορίζοντας σταθερός με τη μύτη ψηλά να βρυχάται έλεος. Αυτή, καμένη στα άκρα της και  χρώμα λιωμένο πράσινο της ψύχρας, βρίσκει κουράγιο και σηκώνεται. Βαριά κι ερειπωμένη κρατιέται από το στέρνο τ’  ουρανού. Κόβει με τις παλάμες της τη βροχή και ξεριζώνει το υγρό του  κάρμα. Μια άλλη πατημασιά θα εφεύρει  ως την άκρη της ψυχής του. Κάτω απ’ το οδοντωτό μονοπάτι θα βρει τη στέρνα. Λίγο να αλαφρύνει το σώμα. Λίγο να ξεθυμάνει τη λάσπη. Λίγο να ζεσταθεί. Λίγο. Έτσι λίγο πάντα θέλησε να ονειρεύεται τη στιγμή. Δεν ξεγελάστηκε ποτέ απ’ το όνειρο. Νιφάδες πικραμύγδαλου γεννούσαν στη ρίζα της πέταλα. Λίγο ήθελε να φτάσει τα παιδιά της, να γλυκοφιλήσει αυγή, ανατολή. Να κραδαίνει στη νηνεμία ένα τραγούδι και να αποκοιμιέται το σκοτάδι. Πάντα λίγο ήθελε. Η αρχή φαινόταν απ’ τη λεπτή μέση της μέρας. Όλη η βοή της αστροφεγγιάς πλημμύριζε με ικεσίες τις αποστάσεις. Πέντε, τέσσερα τρία… φτάνει στη στέρνα δήθεν αλώβητη. Με το κεφάλι να αποσπάται στο ψηλότερο κλαδί,  τάχα πως αφουγκράζεται τον  Αίολο. Στάλα δε φοβάται. Σκύβει και ψαχουλεύει το μάρσιππο. Βγάζει το χρόνο ακέραιο, αιχμηρό και μα τω θεώ, ξεκοιλιάζει το νερό. Γάργαρο  φως από πηγή  λούζει τις πατούσες, τα μικρά αδύναμα άκρα της βαφτίζει με όνομα γλυκό, που τόσο πεθυμιά το είχε. Γλύκα λέει… γλύκα.

 

Κείμενα/ Γεσθημανή Σιδερίδη Σεπτέμβριος 2016 ©

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.