Μια φορά κι έναν καιρό
Εκεί, ανάμεσα, ακούς τα βήματα κι αρχίζεις να βουτάς στους
πρώην λυγμούς δίχως βοήθεια. Τώρα ξέρεις. Κολυμπάς και βγαίνεις απέναντι στο
νησί. Τα φώτα ότι ξεκινούν την ιστορία τους. Μενεξεδί σκιά σε ήχους καμπάνας να
φύεται στο τοιχάκι. Ένα μωρό να πιπιλάει τη δροσιά απ’ το κλίμα το ξινό. Η μάνα
να σαρώνει με αγκαθωτή σκούπα την πεθαμένη σκόνη. Η μάνα της μάνας να πλέκει το
σάβανο που νόμιζε προίκα, κοιτώντας πάνω απ’ τα γυαλιά της τη λάτρα. Ο πατέρας
της μάνας να σούρνει το πόδι απ’ το βάρος του καφενείου στο πλατύσκαλο,
παπαγαλίζοντας βρισιές. Ο άντρας της μάνας να φτάνει στουμπωμένος αλμύρα. Τα
ταξίδια του είχαν πάντα ταξίδια. Σε κάθε αντάμωση, τη φιλά στο μάγουλο και της
χαρίζει ένα ξύλινο σταυρουδάκι. Η μάνα χαίρεται που θα πλένει όλη νύχτα τα
βρακιά του. Όλα –τα- της ψυχής, της περασμένης μέρας πια, σε μια σκάφη
μαζεύονται και τεντώνονται ώσπου να ασπρίσουν. «Η άγνοια», ακουγόταν ο γείτονας
στο μεθύσι του, «εκτός από κακό μπορεί να είναι και χαρά.». Όλα κυλούσαν όπως
ακριβώς αρμόζει σε ένα μόνιμα σταθερό κι
ακατέργαστο υλικό, που περιμένει στο μουντό κουτί τον τεχνίτη του.
Ήσυχα. Με μόνη λαχτάρα, την καθημερινή έγνοια για ένα καθαρότερο χώμα. Κι η
χαρά των κρυσταλλωμένων μύθων, να εκπαιδεύεται στη λάτρα και στο γκάστρωμα των
καρβελιών. Ωστόσο, έπαιρνε σχήμα με ένα μούγκρισμα αντί ευχαριστώ. Έβγαζε ήχο για ένα στραγγαλισμένο χάδι κάτω
απ’ το λινό νυχτικό, που λογάριαζε τα έτη για μέρες. Όλα ήσυχα. Και καθαρά. Καθώς πρέπει δηλαδή, σε μια
κοινωνία φάντασμα. Ωστόσο, εκεί που μύριζε το γιασεμί, κατέβαινε τη δημοσιά ο
Κοσμάς κρατώντας τρυφερό ανθάκι. Τα χαμόσπιτα βούιζαν άνθρακα. Όμως η Ζωή, τον
περίμενε στο περιβόλι ξυπόλητη. Και ότι είχε μάθει να πιάνει προζύμι στα χέρια
της. Μα φύλαγε τη μαγιά στην ψυχή της.
Κείμενα/ Γεσθημανή Σιδερίδη Σεπτέμβριος 2016 ©
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.